„ελκύω“: μεταβατικό ρήμα ελκύω [elˈkjio]μεταβατικό ρήμα | transitives Verb v/t, έλκω [ˈelko]μεταβατικό ρήμα | transitives Verb v/t Panoramica di tutte le traduzion (Fai clic sulla/Tocca traduzione per maggiori dettagli) ziehen, anziehen, reizen ziehen, anziehen ελκύω ελκύω reizen ελκύω και | undκ. μεταφορικά | in übertragenem Sinnμτφ ελκύω και | undκ. μεταφορικά | in übertragenem Sinnμτφ