δυνατός
[ðinaˈtos], δυνατή, δυνατόεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adjPanoramica di tutte le traduzion
(Fai clic sulla/Tocca traduzione per maggiori dettagli)
- δυνατός
- gewaltigδυνατός σφοδρόςδυνατός σφοδρός
- mächtigδυνατός ισχυρόςδυνατός ισχυρός
- möglich, potenziellδυνατός εφαρμόσιμοςδυνατός εφαρμόσιμος
- lautδυνατός φωνήδυνατός φωνή