αόριστος
[aˈoristos]επίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj, αόριστη, αόριστοPanoramica di tutte le traduzion
(Fai clic sulla/Tocca traduzione per maggiori dettagli)
- unbestimmtαόριστοςαόριστος
esempi
- αόριστη αντωνυμίαθηλυκό | Femininum, weiblich f γραμματική | GrammatikγραμμIndefinitpronomenουδέτερο | Neutrum, sächlich n