ασφάλιση
[aˈsfalisi]θηλυκό | Femininum, weiblich fPanoramica di tutte le traduzion
(Fai clic sulla/Tocca traduzione per maggiori dettagli)
- Sicherungθηλυκό | Femininum, weiblich fασφάλιση εξασφάλισηασφάλιση εξασφάλιση
- Versicherungθηλυκό | Femininum, weiblich fασφάλιση ασφαλιστική σύμβασηασφάλιση ασφαλιστική σύμβαση
esempi
- ταξιδιωτική ασφάλισηReiseversicherungθηλυκό | Femininum, weiblich f
- ασφάλιση ανέργωνArbeitslosenversicherungθηλυκό | Femininum, weiblich f
- ασφάλιση αστικής ευθύνηςHaftpflichtversicherungθηλυκό | Femininum, weiblich f
nascondi gli esempimostra più esempi