απαγόρευση
[apaˈɣorefsi]θηλυκό | Femininum, weiblich fPanoramica di tutte le traduzion
(Fai clic sulla/Tocca traduzione per maggiori dettagli)
- Verbotουδέτερο | Neutrum, sächlich nαπαγόρευσηαπαγόρευση
- Sperreθηλυκό | Femininum, weiblich fαπαγόρευση κυκλοφορίαςαπαγόρευση κυκλοφορίας
esempi
- απαγόρευση αλκοόλAlkoholverbotουδέτερο | Neutrum, sächlich n
- απαγόρευση διαδηλώσεωνDemonstrationsverbotουδέτερο | Neutrum, sächlich n
- απαγόρευση διέλευσηςDurchfahrtsverbotουδέτερο | Neutrum, sächlich n
nascondi gli esempimostra più esempi