Traduzione Greco-Tedesco per "λ"

"λ" traduzione Tedesco

Λέων
[ˈleon]αρσενικό | Maskulinum, männlich m <Λέοντος>

Panoramica di tutte le traduzion

(Fai clic sulla/Tocca traduzione per maggiori dettagli)

  • Löweαρσενικό | Maskulinum, männlich m
    Λέων αστρονομία | Astronomieαστρον αστρολογία | Astrologieαστρολ
    Λέων αστρονομία | Astronomieαστρον αστρολογία | Astrologieαστρολ
esempi
  • μερίδαθηλυκό | Femininum, weiblich f του λέοντος
    Löwenanteilαρσενικό | Maskulinum, männlich m
    μερίδαθηλυκό | Femininum, weiblich f του λέοντος
προκαταβάλλω
[prokataˈvalo]μεταβατικό ρήμα | transitives Verb v/t <-αλα; -λήθηκα>

Panoramica di tutte le traduzion

(Fai clic sulla/Tocca traduzione per maggiori dettagli)

προκαλώ
[prokaˈlo]μεταβατικό ρήμα | transitives Verb v/t <είς; -εσα; -λήθηκα>

Panoramica di tutte le traduzion

(Fai clic sulla/Tocca traduzione per maggiori dettagli)

  • herausfordern
    προκαλώ σε αναμέτρηση
    προκαλώ σε αναμέτρηση
  • provozieren
    προκαλώ ερεθίζω
    προκαλώ ερεθίζω
  • hervorrufen, erzeugen
    προκαλώ προξενώ
    προκαλώ προξενώ
  • erregen
    προκαλώ κ. φθόνο, ενδιαφέρον
    προκαλώ κ. φθόνο, ενδιαφέρον
  • verursachen, bewirken
    προκαλώ έχω ως αποτέλεσμα
    προκαλώ έχω ως αποτέλεσμα
  • einflößen
    προκαλώ φόβο
    προκαλώ φόβο
  • bereiten
    προκαλώ βάσανα, χαρά
    προκαλώ βάσανα, χαρά
esempi
αναβάλλω
[anaˈvalo]μεταβατικό ρήμα | transitives Verb v/t <-αλα; -λήθηκα; -λημένος>

Panoramica di tutte le traduzion

(Fai clic sulla/Tocca traduzione per maggiori dettagli)

  • vertagen
    αναβάλλω συνεδρίαση, διαπραγματεύσεις
    αναβάλλω συνεδρίαση, διαπραγματεύσεις
  • verschieben
    αναβάλλω γιορτή, ραντεβού
    αναβάλλω γιορτή, ραντεβού
  • aufschieben
    αναβάλλω κάτι δυσάρεστο
    αναβάλλω κάτι δυσάρεστο
  • zurückstellen
    αναβάλλω σχέδια
    αναβάλλω σχέδια
esempi
  • αναβάλλω κάποιον
    jemanden auf später vertrösten
    αναβάλλω κάποιον
προσβάλλω
[prozˈvalo]μεταβατικό ρήμα | transitives Verb v/t <-αλα; -λήθηκα; -βεβλημένος>

Panoramica di tutte le traduzion

(Fai clic sulla/Tocca traduzione per maggiori dettagli)

  • angreifen
    προσβάλλω επιτίθεμαι
    προσβάλλω επιτίθεμαι
  • beleidigen, kränken
    προσβάλλω θίγω
    προσβάλλω θίγω
  • befallen
    προσβάλλω ασθένεια, ιός
    προσβάλλω ασθένεια, ιός
  • anfechten
    προσβάλλω νομικός όρος | Rechtswesenνομ διαθήκη
    προσβάλλω νομικός όρος | Rechtswesenνομ διαθήκη