ψυκτικός
[psiktiˈkos], ψυκτική, ψυκτικόεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adjPanoramica di tutte le traduzion
(Fai clic sulla/Tocca traduzione per maggiori dettagli)
- kühlendψυκτικόςψυκτικός
esempi
- ψυκτική εγκατάστασηθηλυκό | Femininum, weiblich fKühlanlageθηλυκό | Femininum, weiblich f
- ψυκτικό μέσοουδέτερο | Neutrum, sächlich nKühlmittelουδέτερο | Neutrum, sächlich n
- ψυκτικό υγρόουδέτερο | Neutrum, sächlich nKühlflüssigkeitθηλυκό | Femininum, weiblich f