„ψηλός“ ψηλός [psiˈlos], ψηλή, ψηλόεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj Panoramica di tutte le traduzion (Fai clic sulla/Tocca traduzione per maggiori dettagli) hoch, groß. hoch ψηλός κτήριο, βουνό ψηλός κτήριο, βουνό groß. ψηλός άνθρωπος ψηλός άνθρωπος ψηλός → vedere „υψηλός“ ψηλός → vedere „υψηλός“ esempi ψηλή μπόταθηλυκό | Femininum, weiblich f hoher Stiefelαρσενικό | Maskulinum, männlich m ψηλή μπόταθηλυκό | Femininum, weiblich f