χύνομαι
[ˈçinome]μεσοπαθητικό ρήμα | mediopassives Verb v/mpPanoramica di tutte le traduzion
(Fai clic sulla/Tocca traduzione per maggiori dettagli)
- sich ergießen (πάνω σε über+αιτιατική | +Akkusativ +akk)χύνομαιχύνομαι
- überlaufenχύνομαι γάλα, νερόχύνομαι γάλα, νερό
- (ein)münden, fließen (σε in+αιτιατική | +Akkusativ +akk)χύνομαι ποταμόςχύνομαι ποταμός
- verrinnenχύνομαι από βαρέλιχύνομαι από βαρέλι
- stürmen (σε etwas+αιτιατική | +Akkusativ +akk)χύνομαι ορμώ μεταφορικά | in übertragenem Sinnμτφsich stürzen (σε auf+αιτιατική | +Akkusativ +akk)χύνομαι ορμώ μεταφορικά | in übertragenem Sinnμτφχύνομαι ορμώ μεταφορικά | in übertragenem Sinnμτφ