χρηματικός
[xrimatiˈkos], χρηματική, χρηματικόεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adjPanoramica di tutte le traduzion
(Fai clic sulla/Tocca traduzione per maggiori dettagli)
- Geld-χρηματικόςχρηματικός
esempi
- χρηματική ποινήθηλυκό | Femininum, weiblich fGeldstrafeθηλυκό | Femininum, weiblich f
- χρηματική στήριξηθηλυκό | Femininum, weiblich fGeldspritzeθηλυκό | Femininum, weiblich f
- χρηματικό δώροουδέτερο | Neutrum, sächlich nGeldgeschenkουδέτερο | Neutrum, sächlich n
nascondi gli esempimostra più esempi