„χοντροκοπιά“: θηλυκό χοντροκοπιά [xondrokoˈpja]θηλυκό | Femininum, weiblich f Panoramica di tutte le traduzion (Fai clic sulla/Tocca traduzione per maggiori dettagli) Grobheit, Derbheit Grobheitθηλυκό | Femininum, weiblich f χοντροκοπιά συμπεριφορά Derbheitθηλυκό | Femininum, weiblich f χοντροκοπιά συμπεριφορά χοντροκοπιά συμπεριφορά