χειριστήριο
[çirisˈtirio]ουδέτερο | Neutrum, sächlich nPanoramica di tutte le traduzion
(Fai clic sulla/Tocca traduzione per maggiori dettagli)
- Mausθηλυκό | Femininum, weiblich fχειριστήριο ηλεκτρονικός υπολογιστής | Computerη/υχειριστήριο ηλεκτρονικός υπολογιστής | Computerη/υ
- Steuerknüppelαρσενικό | Maskulinum, männlich mχειριστήριο αεροπορία | Luftfahrtαεροπχειριστήριο αεροπορία | Luftfahrtαεροπ
- Controllerαρσενικό | Maskulinum, männlich mχειριστήριο για παιχνίδια υπολογιστήχειριστήριο για παιχνίδια υπολογιστή