χείλος
[ˈçilos]ουδέτερο | Neutrum, sächlich nPanoramica di tutte le traduzion
(Fai clic sulla/Tocca traduzione per maggiori dettagli)
- Lippeθηλυκό | Femininum, weiblich fχείλος προσώπουχείλος προσώπου
- Randαρσενικό | Maskulinum, männlich mχείλος πιάτου, μπουκαλιούχείλος πιάτου, μπουκαλιού
esempi
- κάτω χείλος ανατομία | AnatomieανατUnterlippeθηλυκό | Femininum, weiblich f
- η οικονομία βρίσκεται στο χείλοςς της καταστροφήςdie Wirtschaft stand am Rande des Zusammenbruchs
nascondi gli esempimostra più esempi