χαρισματικός
[xarizmatiˈkos], χαρισματική, χαρισματικόεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adjPanoramica di tutte le traduzion
(Fai clic sulla/Tocca traduzione per maggiori dettagli)
- charismatischχαρισματικόςχαρισματικός
- hochbegabtχαρισματικός πολύ ταλαντούχοςχαρισματικός πολύ ταλαντούχος