χαλάρωση
[xaˈlarosi]θηλυκό | Femininum, weiblich fPanoramica di tutte le traduzion
(Fai clic sulla/Tocca traduzione per maggiori dettagli)
- (Auf-)Lockerungθηλυκό | Femininum, weiblich fχαλάρωση χαλαρότηταχαλάρωση χαλαρότητα
- Erschlaffungθηλυκό | Femininum, weiblich fχαλάρωση πλαδαρότηταχαλάρωση πλαδαρότητα
- Entspannungθηλυκό | Femininum, weiblich fχαλάρωση ψυχική ηρεμίαχαλάρωση ψυχική ηρεμία