φτιάχνω
[ˈftjaxno]μεταβατικό ρήμα | transitives Verb v/t <-ξα/-σα; -χτηκα/-στηκα; -γμένος/-σμένος>Panoramica di tutte le traduzion
(Fai clic sulla/Tocca traduzione per maggiori dettagli)
- machenφτιάχνω κάνωφτιάχνω κάνω
- anfertigen, herstellenφτιάχνω κατασκευάζωφτιάχνω κατασκευάζω
- anmachenφτιάχνω σαλάταφτιάχνω σαλάτα
- kochenφτιάχνω τσάιφτιάχνω τσάι
- reparierenφτιάχνω επισκευάζωφτιάχνω επισκευάζω
- zurechtmachenφτιάχνω τακτοποιώφτιάχνω τακτοποιώ
φτιάχνω
[ˈftjaxno]αμετάβατο ρήμα | intransitives Verb v/i <-ξα/-σα; -χτηκα/-στηκα; -γμένος/-σμένος>Panoramica di tutte le traduzion
(Fai clic sulla/Tocca traduzione per maggiori dettagli)