„φτηνός“ φτηνός [ftiˈnos], φτηνή, φτηνόεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj Panoramica di tutte le traduzion (Fai clic sulla/Tocca traduzione per maggiori dettagli) günstig, billig, faul günstig φτηνός φτηνός billig φτηνός και | undκ. μειωτικός όρος | pejorativ, abwertendμειωτ φτηνός και | undκ. μειωτικός όρος | pejorativ, abwertendμειωτ faul φτηνός δικαιολογία φτηνός δικαιολογία esempi φτηνή μάρκαθηλυκό | Femininum, weiblich f Billigmarkeθηλυκό | Femininum, weiblich f φτηνή μάρκαθηλυκό | Femininum, weiblich f φτηνό ανάγνωσμαουδέτερο | Neutrum, sächlich n Heftromanαρσενικό | Maskulinum, männlich m φτηνό ανάγνωσμαουδέτερο | Neutrum, sächlich n