φορέας
[foˈreas]αρσενικό | Maskulinum, männlich m <-είς>Panoramica di tutte le traduzion
(Fai clic sulla/Tocca traduzione per maggiori dettagli)
- Trägerαρσενικό | Maskulinum, männlich mφορέας ιατρική | Medizinιατρφορέας ιατρική | Medizinιατρ
esempi
- φορέας δεδομένων ηλεκτρονικός υπολογιστής | Computerη/υDatenträgerαρσενικό | Maskulinum, männlich m
- φορέας εκμετάλλευσηςBetreiberαρσενικό | Maskulinum, männlich m, -inθηλυκό | Femininum, weiblich f
- φορέας περίθαλψης ασθενών του AidsAidshilfeθηλυκό | Femininum, weiblich f
nascondi gli esempimostra più esempi