φοβερός
[foveˈros], φοβερή, φοβερόεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adjPanoramica di tutte le traduzion
(Fai clic sulla/Tocca traduzione per maggiori dettagli)
- schrecklich, fürchterlich, furchtbarφοβερός τρομακτικόςφοβερός τρομακτικός
- entsetzlichφοβερός απαίσιοςφοβερός απαίσιος
- hervorragend, ungeheuer gutφοβερός εκπληκτικόςφοβερός εκπληκτικός
- unvorstellbar groß, riesengroßφοβερός εξαιρετικά μεγάλοςφοβερός εξαιρετικά μεγάλος
esempi
- φοβερός θόρυβοςαρσενικό | Maskulinum, männlich mein Heidenlärmαρσενικό | Maskulinum, männlich m