„φλεγματικός“ φλεγματικός [fleɣmatiˈkos], φλεγματική, φλεγματικόεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj Panoramica di tutte le traduzion (Fai clic sulla/Tocca traduzione per maggiori dettagli) phlegmatisch phlegmatisch φλεγματικός φλεγματικός