φαντασία
[fandaˈsia]θηλυκό | Femininum, weiblich fPanoramica di tutte le traduzion
(Fai clic sulla/Tocca traduzione per maggiori dettagli)
- Fantasieθηλυκό | Femininum, weiblich fφαντασία ικανότητα αναπαραστάσεωςVorstellungskraftθηλυκό | Femininum, weiblich fφαντασία ικανότητα αναπαραστάσεωςφαντασία ικανότητα αναπαραστάσεως
- Einbildungskraftθηλυκό | Femininum, weiblich fφαντασία ικανότητα επινόησηςφαντασία ικανότητα επινόησης
- Einbildungθηλυκό | Femininum, weiblich fφαντασία προϊόν της φαντασίας μειωτικός όρος | pejorativ, abwertendμειωτφαντασία προϊόν της φαντασίας μειωτικός όρος | pejorativ, abwertendμειωτ