υποχρεώνω
[ipoxreˈono]μεταβατικό ρήμα | transitives Verb v/t <-σα; -θηκα; -μένος>Panoramica di tutte le traduzion
(Fai clic sulla/Tocca traduzione per maggiori dettagli)
- verpflichtenυποχρεώνω επιβάλλωυποχρεώνω επιβάλλω
- zwingen (να zu)υποχρεώνω αναγκάζωυποχρεώνω αναγκάζω
- zu Dank verpflichtenυποχρεώνω προκαλώ ευγνωμοσύνηυποχρεώνω προκαλώ ευγνωμοσύνη