„υποπτεύομαι“: αποθετικό ρήμα υποπτεύομαι [ipoˈptevome]αποθετικό ρήμα | Deponens dep <-τηκα> Panoramica di tutte le traduzion (Fai clic sulla/Tocca traduzione per maggiori dettagli) verdächtigen, den Verdacht haben verdächtigen (κάποιον jemanden) υποπτεύομαι den Verdacht haben (ότι dass) υποπτεύομαι υποπτεύομαι