υποδειγματικός
[ipoðiɣmatiˈkos], υποδειγματική, υποδειγματικόεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adjPanoramica di tutte le traduzion
(Fai clic sulla/Tocca traduzione per maggiori dettagli)
- vorbildlich, musterhaftυποδειγματικόςυποδειγματικός
esempi
- υποδειγματική επιχείρησηθηλυκό | Femininum, weiblich fMusterbetriebαρσενικό | Maskulinum, männlich m