υπογραμμίζω
[ipoɣraˈmizo]μεταβατικό ρήμα | transitives Verb v/t <-σα; -στηκα; -σμένος>μεταφορικά | in übertragenem SinnμτφPanoramica di tutte le traduzion
(Fai clic sulla/Tocca traduzione per maggiori dettagli)
- unterstreichenυπογραμμίζωυπογραμμίζω
- markierenυπογραμμίζω με μαρκαδόρουπογραμμίζω με μαρκαδόρο