„υπερφυσικός“ υπερφυσικός [iperfisiˈkos], υπερφυσική, υπερφυσικόεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj Panoramica di tutte le traduzion (Fai clic sulla/Tocca traduzione per maggiori dettagli) übernatürlich übernatürlich υπερφυσικός υπερφυσικός