„υδρογραφικός“ υδρογραφικός [iðroɣrafiˈkos], υδρογραφική, υδρογραφικόεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj Panoramica di tutte le traduzion (Fai clic sulla/Tocca traduzione per maggiori dettagli) Seekarte esempi υδρογραφικός χάρτηςαρσενικό | Maskulinum, männlich m Seekarteθηλυκό | Femininum, weiblich f υδρογραφικός χάρτηςαρσενικό | Maskulinum, männlich m