υγιεινός
[ijiiˈnos], υγιεινή, υγιεινόεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adjPanoramica di tutte le traduzion
(Fai clic sulla/Tocca traduzione per maggiori dettagli)
- gesundυγιεινός διατροφή, τρόπος ζωήςυγιεινός διατροφή, τρόπος ζωής
- hygienischυγιεινός μέτραυγιεινός μέτρα
esempi
- υγιεινές τροφέςπληθυντικός θηλυκού | Femininum Plural fplVollwertkostθηλυκό | Femininum, weiblich f