„τυφλοπόντικας“: αρσενικό τυφλοπόντικας [tifloˈpondikas]αρσενικό | Maskulinum, männlich m Panoramica di tutte le traduzion (Fai clic sulla/Tocca traduzione per maggiori dettagli) Maulwurf Maulwurfαρσενικό | Maskulinum, männlich m τυφλοπόντικας τυφλοπόντικας