„τρελαίνω“: μεταβατικό ρήμα τρελαίνω [treˈleno]μεταβατικό ρήμα | transitives Verb v/t <-ανα; -άθηκα; -αμένος> Panoramica di tutte le traduzion (Fai clic sulla/Tocca traduzione per maggiori dettagli) verrückt machen verrückt machen τρελαίνω τρελαίνω esempi αυτή η μουσική δεν με τρελαίνει οικείο | umgangssprachlichοικ diese Musik reißt mich nicht vom Hocker αυτή η μουσική δεν με τρελαίνει οικείο | umgangssprachlichοικ