„τραχύς“ τραχύς [traˈçis], τραχεία, τραχύεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj Panoramica di tutte le traduzion (Fai clic sulla/Tocca traduzione per maggiori dettagli) rau, barsch, schroff, derb rau τραχύς τραχύς barsch, schroff τραχύς μεταφορικά | in übertragenem Sinnμτφ τραχύς μεταφορικά | in übertragenem Sinnμτφ derb τραχύς συμπεριφορά τραχύς συμπεριφορά