τεχνίτης
[texˈnitis]αρσενικό | Maskulinum, männlich m, τεχνίτρια [texˈnitria]θηλυκό | Femininum, weiblich fPanoramica di tutte le traduzion
(Fai clic sulla/Tocca traduzione per maggiori dettagli)
- Handwerkerαρσενικό | Maskulinum, männlich m, -inθηλυκό | Femininum, weiblich fτεχνίτης μάστοραςτεχνίτης μάστορας
- Technikerαρσενικό | Maskulinum, männlich m, -inθηλυκό | Femininum, weiblich fτεχνίτης τεχνικόςτεχνίτης τεχνικός
- Meisterαρσενικό | Maskulinum, männlich m, -inθηλυκό | Femininum, weiblich fτεχνίτης εμπειρογνώμοναςτεχνίτης εμπειρογνώμονας