„τεμάχιο“: ουδέτερο τεμάχιο [teˈmaçio]ουδέτερο | Neutrum, sächlich n Panoramica di tutte le traduzion (Fai clic sulla/Tocca traduzione per maggiori dettagli) Teil, Stück Teilουδέτερο | Neutrum, sächlich n τεμάχιο Stückουδέτερο | Neutrum, sächlich n τεμάχιο τεμάχιο esempi τεμάχιο κτήματος Parzelleθηλυκό | Femininum, weiblich f τεμάχιο κτήματος