ταυτίζομαι
[tafˈtizome]μεσοπαθητικό ρήμα | mediopassives Verb v/mpPanoramica di tutte le traduzion
(Fai clic sulla/Tocca traduzione per maggiori dettagli)
- sich identifizierenταυτίζομαι αισθάνομαι να ανήκω κάπουταυτίζομαι αισθάνομαι να ανήκω κάπου
- sich deckenταυτίζομαι είμαι όμοιοςταυτίζομαι είμαι όμοιος