„ταραγμένος“ ταραγμένος [taraɣˈmenos], ταραγμένη, ταραγμένοεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj Panoramica di tutte le traduzion (Fai clic sulla/Tocca traduzione per maggiori dettagli) aufgeregt, bewegt aufgeregt ταραγμένος άτομο ταραγμένος άτομο bewegt ταραγμένος θάλασσα, καιροί ταραγμένος θάλασσα, καιροί