ταπεινός
[tapiˈnos], ταπεινή, ταπεινόεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adjPanoramica di tutte le traduzion
(Fai clic sulla/Tocca traduzione per maggiori dettagli)
- demütigταπεινός ταπεινόφρωνταπεινός ταπεινόφρων
- bescheidenταπεινός σεμνόςταπεινός σεμνός
- niederträchtigταπεινός πρόστυχοςταπεινός πρόστυχος