Traduzione Greco-Tedesco per "σώμα"

"σώμα" traduzione Tedesco

σώμα
[ˈsoma]ουδέτερο | Neutrum, sächlich n

Panoramica di tutte le traduzion

(Fai clic sulla/Tocca traduzione per maggiori dettagli)

  • Körperαρσενικό | Maskulinum, männlich m
    σώμα ανατομία | Anatomieανατ
    σώμα ανατομία | Anatomieανατ
  • Körperschaftθηλυκό | Femininum, weiblich f
    σώμα σύνολο ατόμων
    σώμα σύνολο ατόμων
  • Korpsουδέτερο | Neutrum, sächlich n
    σώμα στρατιωτικός όρος | Militär, militärischστρατ
    σώμα στρατιωτικός όρος | Militär, militärischστρατ
  • Schriftgradαρσενικό | Maskulinum, männlich m
    σώμα τυπογραφία | Buchdruck, Typografieτυπογρ
    σώμα τυπογραφία | Buchdruck, Typografieτυπογρ
esempi
  • σώμα δημοσίων υπαλλήλων
    Berufsbeamtentumουδέτερο | Neutrum, sächlich n
    σώμα δημοσίων υπαλλήλων
  • σώμα ενόρκων
    Geschworenenlisteθηλυκό | Femininum, weiblich f
    σώμα ενόρκων
  • σώμα του εγκλήματος
    Corpus Delictiουδέτερο | Neutrum, sächlich n
    σώμα του εγκλήματος
  • nascondi gli esempimostra più esempi
στερεό σώμαουδέτερο | Neutrum, sächlich n
Festkörperαρσενικό | Maskulinum, männlich m
στερεό σώμαουδέτερο | Neutrum, sächlich n
πυροσβεστικό σώμαουδέτερο | Neutrum, sächlich n
Löschmannschaftθηλυκό | Femininum, weiblich f
πυροσβεστικό σώμαουδέτερο | Neutrum, sächlich n
θερμαντικό σώμαουδέτερο | Neutrum, sächlich n υπέρυθρου
Heizstrahlerαρσενικό | Maskulinum, männlich m
θερμαντικό σώμαουδέτερο | Neutrum, sächlich n υπέρυθρου
ευρωπαϊκό στρατιωτικό σώμαουδέτερο | Neutrum, sächlich n
Eurokorpsουδέτερο | Neutrum, sächlich n
ευρωπαϊκό στρατιωτικό σώμαουδέτερο | Neutrum, sächlich n
ουράνιο σώμαουδέτερο | Neutrum, sächlich n
Himmelskörperαρσενικό | Maskulinum, männlich m
ουράνιο σώμαουδέτερο | Neutrum, sächlich n
εκπαιδευτικό σώμαουδέτερο | Neutrum, sächlich n
Lehrkörperαρσενικό | Maskulinum, männlich m
εκπαιδευτικό σώμαουδέτερο | Neutrum, sächlich n
ιδανικό σώμαουδέτερο | Neutrum, sächlich n
Idealfigurθηλυκό | Femininum, weiblich f
ιδανικό σώμαουδέτερο | Neutrum, sächlich n
εκλογικό σώμαπληθυντικός ουδετέρου | Neutrum Plural npl
Wählerschaftθηλυκό | Femininum, weiblich f
εκλογικό σώμαπληθυντικός ουδετέρου | Neutrum Plural npl
ξένο σώμαουδέτερο | Neutrum, sächlich n
Fremdkörperαρσενικό | Maskulinum, männlich m
ξένο σώμαουδέτερο | Neutrum, sächlich n

Ci comunichi la Sua opinione!

Come trova il dizionario online Langenscheidt?

Grazie per la Sua valutazione!

Desidera lasciare un feedback sui nostri dizionari online?

Manca una traduzione, ha notato un errore o desidera farci un complimento? Compili il nostro modulo per il feedback. Il Suo indirizzo e-mail è opzionale e ci serve solo per rispondere alla Sua richiesta secondo la nostra politica sulla privacy.

Veuillez confirmer que vous êtes bien un être humain en cochant cette case.*

*Campi obbligatori

Si prega di compilare i campi contrassegnati.

Grazie per il Suo feedback!

Vieni a farci visita al sito: