σύντροφος
[ˈsindrofos]αρσενικό και θηλυκό | Maskulinum und Femininum m/fPanoramica di tutte le traduzion
(Fai clic sulla/Tocca traduzione per maggiori dettagli)
- σύντροφος
- Lebenspartnerαρσενικό | Maskulinum, männlich m, -inθηλυκό | Femininum, weiblich fσύντροφος ερωτικόςσύντροφος ερωτικός