σύμπτωμα
[ˈsimptoma]ουδέτερο | Neutrum, sächlich nPanoramica di tutte le traduzion
(Fai clic sulla/Tocca traduzione per maggiori dettagli)
- Anzeichenουδέτερο | Neutrum, sächlich nσύμπτωμασύμπτωμα
- Symptomουδέτερο | Neutrum, sächlich nσύμπτωμα ιατρική | Medizinιατρσύμπτωμα ιατρική | Medizinιατρ
esempi
- συμπτώματαπληθυντικός | Plural plKrankheitsbildουδέτερο | Neutrum, sächlich n
- σύμπτωμα αποσύνθεσηςZerfallserscheinungθηλυκό | Femininum, weiblich f
- σύμπτωμα γήρανσηςAlterserscheinungθηλυκό | Femininum, weiblich f