σύμβολο
[ˈsimvolo]ουδέτερο | Neutrum, sächlich nPanoramica di tutte le traduzion
(Fai clic sulla/Tocca traduzione per maggiori dettagli)
- Symbolουδέτερο | Neutrum, sächlich nσύμβολο κ. άνθρωποςσύμβολο κ. άνθρωπος
- Zeichenουδέτερο | Neutrum, sächlich nσύμβολο ένδειξησύμβολο ένδειξη
- Wahrzeichenουδέτερο | Neutrum, sächlich nσύμβολο λογότυπο, έμβλημασύμβολο λογότυπο, έμβλημα
esempi
- σύμβολο αφαίρεσηςMinuszeichenουδέτερο | Neutrum, sächlich n
- σύμβολο στενογραφίαςKürzelουδέτερο | Neutrum, sächlich n
- σύμβολο τάξεωςStatussymbolουδέτερο | Neutrum, sächlich n
nascondi gli esempimostra più esempi