„σωστός“ σωστός [sosˈtos], σωστή, σωστόεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj Panoramica di tutte le traduzion (Fai clic sulla/Tocca traduzione per maggiori dettagli) richtig, korrekt, rechtschaffen richtig, korrekt σωστός ορθός σωστός ορθός rechtschaffen σωστός δίκαιος σωστός δίκαιος esempi (δεν) είναι σωστό das stimmt (nicht) (δεν) είναι σωστό (δεν) είναι σωστό das gehört sich nicht (δεν) είναι σωστό είσαι με τα σωστά σου; bist du noch ganz bei Trost? είσαι με τα σωστά σου;