„σχιστόλιθος“: αρσενικό σχιστόλιθος [sçisˈtoliθos]αρσενικό | Maskulinum, männlich m Panoramica di tutte le traduzion (Fai clic sulla/Tocca traduzione per maggiori dettagli) Schiefer Schieferαρσενικό | Maskulinum, männlich m σχιστόλιθος γεωλογία | Geologieγεωλ σχιστόλιθος γεωλογία | Geologieγεωλ