σχηματισμός
[sçimatizˈmos]αρσενικό | Maskulinum, männlich mPanoramica di tutte le traduzion
(Fai clic sulla/Tocca traduzione per maggiori dettagli)
- Bildungθηλυκό | Femininum, weiblich fσχηματισμόςGestaltungθηλυκό | Femininum, weiblich fσχηματισμόςσχηματισμός
- Formationθηλυκό | Femininum, weiblich fσχηματισμός στρατιωτικός όρος | Militär, militärischστρατσχηματισμός στρατιωτικός όρος | Militär, militärischστρατ
esempi
- σχηματισμός εσχάραςSchorfbildungθηλυκό | Femininum, weiblich f
- σχηματισμός φυσαλίδωνBlasenbildungθηλυκό | Femininum, weiblich f