„σχηματικός“ σχηματικός [sçimatiˈkos], σχηματική, σχηματικόεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj Panoramica di tutte le traduzion (Fai clic sulla/Tocca traduzione per maggiori dettagli) schematisch schematisch σχηματικός σχηματικός