„συριστικός“ συριστικός [siristiˈkos], συριστική, συριστικόεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj Panoramica di tutte le traduzion (Fai clic sulla/Tocca traduzione per maggiori dettagli) Zisch- Zisch- συριστικός συριστικός esempi συριστικός φθόγγοςαρσενικό | Maskulinum, männlich m Zischlautαρσενικό | Maskulinum, männlich m συριστικός φθόγγοςαρσενικό | Maskulinum, männlich m