συντόμευση
[sinˈdomefsi]θηλυκό | Femininum, weiblich fPanoramica di tutte le traduzion
(Fai clic sulla/Tocca traduzione per maggiori dettagli)
- Abkürzungθηλυκό | Femininum, weiblich fσυντόμευσησυντόμευση
- Verkürzungθηλυκό | Femininum, weiblich fσυντόμευση μονοπάτι, διαδρομήσυντόμευση μονοπάτι, διαδρομή
- Shortcutαρσενικό | Maskulinum, männlich mσυντόμευση ηλεκτρονικός υπολογιστής | Computerη/υσυντόμευση ηλεκτρονικός υπολογιστής | Computerη/υ