συντονισμένος
[sindonizˈmenos], συντονισμένη, συντονισμένοεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adjPanoramica di tutte le traduzion
(Fai clic sulla/Tocca traduzione per maggiori dettagli)
- koordiniert, aufeinander abgestimmtσυντονισμένοςσυντονισμένος
- verstärktσυντονισμένος ενισχυμένος, ενδυναμωμένοςσυντονισμένος ενισχυμένος, ενδυναμωμένος