„συντομία“: θηλυκό συντομία [sindoˈmia]θηλυκό | Femininum, weiblich f Panoramica di tutte le traduzion (Fai clic sulla/Tocca traduzione per maggiori dettagli) Kürze Kürzeθηλυκό | Femininum, weiblich f συντομία χρονική συντομία χρονική