„συνοπτικός“ συνοπτικός [sinoptiˈkos], συνοπτική, συνοπτικόεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj Panoramica di tutte le traduzion (Fai clic sulla/Tocca traduzione per maggiori dettagli) gedrängt gedrängt συνοπτικός συνοπτικός