„συναχωμένος“ συναχωμένος [sinaxoˈmenos], συναχωμένη, συναχωμένοεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj Panoramica di tutte le traduzion (Fai clic sulla/Tocca traduzione per maggiori dettagli) verschnupft verschnupft συναχωμένος συναχωμένος